῾Ιερομόναχος Δαμασκηνός
Κελλίον Φιλαδέλφου Τ.Θ. 73 -63086 Καρυαί-῞Αγιον Ὄρος |
’Εν ῾Αγίῳ ὄρει τῆ 20.7.2011 |
’Αρ. πρωτ. 30 | Τῶ Μακαριωτάτῳ
’Αρχιεπισκόπῳ ’Αθηνῶν καὶ πάσης ‘Ελλάδος κ.κ. ΙΕΡΩΝΥΜΩι Εἰς ’Αθήνας |
Μακαριώτατε Πάτερ καὶ Δέσποτα,
Βαθυσεβάστως ἀσπάζομαι τὴν ῾Υμετέραν Τιμίαν Δεξιάν.
Εἶπε Γέρων: «’Αληθὴς μοναχός ἐστίν, ὁ πάντων χωρισθεὶς καὶ πᾶσι συνηρμοσμένος».
Παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι δὲν δύναμαι νὰ συγκαταριθμήσω ἐμαυτὸν μετὰ τῶν τοιούτων ἀληθῶν μοναχῶν, ὅμως δὲν εἶμαι ἀδιάφορος ἔναντι τῆς μεγάλης κρίσεως, τὴν ὁποίαν διέρχεται ἡ χώρα μας, τῆς ὁποίας εἶμαι πολίτης. Διὰ τὴν ἐλευθερίαν Αὐτῆς τὸ γενεαλογικόν μου δένδρον, ὡς καὶ πλείστων ἄλλων ῾Ελλήνων, σεμνύνεται δι΄ ἀγῶνας καὶ θυσίας πρὸς ἀπαλλαγὴν δουλείας αἰώνων καὶ τυράννων.
Καὶ ὁ ἔσχατος τῶν Ἑλλήνων γνωρίζει ὅτι ἡ κρίσις αὕτη εἶναι πολυποίκιλος καὶ οὐχὶ μόνον οἰκονομική, δι΄ ἣν εὐθύνεται ὁλόκληρος ὁ Ἑλληνικὸς λαός, ἀλλὰ τὴν κυρίαν εὐθύνην φέρουν, ὅσοι κατηύθυναν τὰς τύχας τῆς χώρας τὰς τελευταίας τέσσαρας δεκαετίας.
Τὸ ἦθος τῶν Ἑλλήνων κακοβούλως καὶ ἠθελημένως ἠλλοιώθη καὶ ἀπεμακρύνθη ἀπὸ τὰς ἑλληνορθοδόξους χριστιανικὰς ἀξίας, μὲ ἐπιλογὰς τῶν πολιτικῶν, οἱ ὁποῖοι δὲν ἐξέφραζον πάντοτε τὸ φρόνημα τοῦ λαοῦ, ἀλλ΄ ἐχειρίζοντο δυναστικῶς καὶ ἀντιδημοκρατικῶς τὴν ἐξουσίαν ὑπὸ τὸν μανδύαν τῆς Δημοκρατίας.
Δὲν ἐμφοροῦμαι ἀπὸ Φαρισαϊκὸν πνεῦμα· εἶμαι, ὡς εἶναι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ἀπόγονος τοῦ πεπτωκότος ’Αδάμ, καὶ ἀγωνίζομαι μαζὶ μὲ τὴν Ἐκκλησίαν νὰ ἀνταποκριθῶ εἰς τὴν χριστιανικήν μου κλῆσιν.
Αἱ ἐπισημάνσεις μου προέρχονται μόνον ἀπὸ ἀγάπην πρὸς τὴν χώραν καὶ τὸν λαόν της.
Οὐδεὶς Ἕλλην ἀγνοεῖ σειρὰν ἐγκληματικῶν νόμων, ψηφισθέντων τὰ προλαβόντα ἔτη, σχετιζομένων μὲ τὸ δημογραφικὸν καὶ τὰς ἐκτρώσεις, τὴν διαφθορὰν τοῦ ἤθους τῶν Ἑλλήνων, τοῦ Γάμου καὶ τῆς οἰκογενείας, τῆς ἀλλοιώσεως τῆς γλώσσης καὶ τὴν ὑποβάθμισιν τῆς παιδείας, τῆς ἀλλοιώσεως καὶ παραχαράξεως τῆς ἱστορίας, τῆς τηλεοπτικῆς παραπληροφορήσεως καὶ διαφθορᾶς, τῆς ἀπαξιώσεως τῆς ζωῆς ἐν τῆ ὑπαίθρῳ καὶ τῆς ἐκμεταλλεύσεως τοῦ κόπου τῶν ἀγροτῶν ὑπὸ τῶν μεσαζόντων, τῆς περιθωριοποιήσεως τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἀπαξιώσεως αὐτῆς, ἐκμεταλλευομένων τὰ λάθη ὡρισμένων κληρικῶν.
Τὸ σημαντικώτερον δὲ ὅτι μεταξὺ τῶν πολιτῶν ἀπηξιώθη πᾶν ὅ,τι ἐκφράζει τὸ ἱερὸν Εὐαγγέλιον, ἐπολεμήθη κάθε τι, τὸ ὁποῖον ποιεῖ τὸν ἄνθρωπον ἱκανὸν νὰ ὑπερβῆ τὸν θάνατον καὶ νὰ θεωθῆ. Ἀντ΄ αὐτοῦ ἐθεωρήθη ὑπερτάτη φιλοσοφία, ἡ πλεονεξία, τὸ ὑλιστικῶς καὶ ἡδονικῶς ζῆν, ὡς καὶ ὁ εὔκολος πλουτισμός.
῾Ο πολιτικὸς κόσμος, καὶ κυρίως ὅσοι διεχειρίσθησαν τὴν ἐξουσίαν, ὑποθήκευσαν τὸ μέλλον καὶ τὴν ἀνεξαρτησίαν τῆς χώρας μὲ τὸν ἄλογον δανεισμὸν ἐκ τοῦ ἐξωτερικοῦ, ἐν ἀγνοίᾳ τοῦ λαοῦ. ’Εδημιούργησαν μίαν ἐπίπλαστον οἰκονομικὴν ἄνθησιν, διὰ νὰ νέμωνται τὴν ἐξουσίαν, κολακεύοντες τὰς ἀδυναμίας τοῦ Ἑλληνικοῦ λαοῦ καὶ μεταβληθέντες εἰς λωποδύτας καὶ κλέπτας, ἀφοῦ μὲ ἓν διεφθαρμένον πολιτικὸν σύστημα μέχρι σήμερον ἔχουν ἐξασφαλίσει τὸ ἀτιμώρητον.
Μὲ ἀπατηλὰς δημοκρατικὰς διαδικασίας κατὰ καιροὺς ὑφήρπασαν τὴν ἐξουσίαν καὶ ἐν συνεχείᾳ μέχρι καὶ τῆς ὥρας ταύτης διαχειρίζονται τὴν ἐξουσίαν τυραννικῶς, δίκην στυγνῶν δικτατόρων, τοὺς ὁποίους φραστικοὺς ἀποδοκιμάζουν καὶ ἔργοις τοὺς ὑπερβάλλουν.
Καὶ ἐνῶ οἱ ἴδιοι φέρουν ὡς Κυβερνῆται καὶ ὑποτιθέμενοι ὁδηγοί, τὴν πρωταρχικὴν εὐθύνην διὰ τὸ προκῦψαν οἰκονομικὸν ἀδιέξοδον καὶ χάος, νίπτουν τὰς χεῖρας ὡς ἄλλος Πόντιος Πιλᾶτος, πωλοῦν ὅ,τι ἀπέμεινεν ποτισμένον μὲ αἷμα, ὡς ἄλλος Ἰούδας, καὶ μεταθέτουν τὰς εὐθύνας εἰς τοὺς ἄλλους, ἐκτὸς τοῦ ἑαυτοῦ των, ὡς ἔπραξε ὁ Ἀδὰμ και ἡ Εὔα μετὰ τὴν πτῶσιν των, ἐλεγχόμενοι ὑπὸ τοῦ Θεοῦ: « ἡ γυνὴ ἣν δέδωκάς μοι… ὁ ὄφις μὲ ἠπάτησεν… ὁ Καραμανλῆς πταίει, ὁ Παπανδρέου πταίει, ὁ Σημίτης πταίει…» Ὅλοι πταίουν καὶ ὅλοι εἶναι ἀθῶοι!
Παλλαϊκὸν εἶναι τὸ αἴτημα καὶ καθολικὴ εἶναι ἡ προσευχὴ νὰ ἀπαλλαγῆ ἡ χώρα καὶ ἀπὸ τοὺς τριακοσίους, διὰ νὰ ἔλθουν ἄλλοι, ἀδιάφθοροι, νὰ διωρθώσουν τὰ κακῶς κείμενα.
Δὲν εἶναι τοῦ παρόντος διὰ νὰ ἐπισημανθῆ εἰς ποῖα δραστικὰ μέτρα, πρέπει νὰ προβῆ μία Ἔκτακτος νέα ἐξουσία διὰ νὰ σώςῃ τὴν χώραν ἀπὸ μίαν νέαν δουλείαν, χειροτέραν τῆς Τουρκοκρατίας, εἰς τὸ διεφθαρμένον παγκόσμιον οἰκονομικὸν κατεστημένον, εἰς τὸ ὁποῖον τυραννικῶς καὶ ἐτσιθελικῶς ὁδηγοῦν τὴν χώραν οἱ καταχρώμενοι τὴν Δημοκρατίαν καὶ ἀεὶ ψεῦσται καὶ ἐμπαῖκται τοῦ Ἑλληνικοῦ λαοῦ.
Ἔναντι αὐτῆς τῆς τραγικῆς διὰ τὸ Ἔθνος καταστάσεως, ἐὰν θὰ ἦτο δυνατὸν νὰ περιπατήσητε τὰς ὁδοὺς τῶν πόλεων καὶ τῶν κωμοπόλεων, ἀκούοντες τὴν λαϊκὴν συνείδησιν θὰ διεπιστώνατε, ἓν παράπονον τοῦ κόσμου, τοῦ ἁπλοῦ καὶ ἁγνοῦ πολίτου, ἀναφερόμενον εἰς τὸ πρόσωπον τῆς ῾Υμετέρας Θειοτάτης Μακαριότητος.
Λέγει ὁ ἁπλοῦς λαός: «ποῦ εἶναι ἡ φωνὴ τοῦ Μακαριωτάτου ’Αρχιεπισκόπου, ἡ φωνὴ τῶν ’Ακαδημαϊκῶν, τῶν καθηγητῶν τοῦ Πανεπιστημίου καὶ ἐν γένει πάντων τῶν λογάδων τοῦ Ἔθνους; ‛Ο Μακαριώτατος χαϊδεύει τὰ ὦτα τῶν πολιτικῶν, ὡς τὰ κακά, τὰ ὁποῖα προὐξένησαν εἰς τὴν χώραν νὰ τὰ εἶχαν διαπράξει ἄλλοι ἐκτὸς αὐτῶν (π.χ. οἱ Τοῦρκοι)».
Καὶ διερωτῶνται διατὶ ὁ Ἅγιος ’Ιωάννης ὁ Χρυσόστομος ἔχασε τὸν θρόνον του δι΄ ἓν οἰκονομικὸν σκάνδαλον τῆς Βασιλίσσης εἰς βάρος, οὐχὶ τῆς χώρας, ἀλλὰ ἁπλῶς μιᾶς χήρας γυναικός;
Πῶς ὁ Αγιος Ιωάννης ὁ Πρόδρομος δι΄ ἓν ἠθικὸν σκάνδαλον τοῦ Ἡρώδου ἀπετμήθη τὴν κεφαλήν;
Πῶς ὁ Μέγας Βασίλειος ἤλεγξε τὸν αὐτοκρατορικὸν ἀπεσταλμένον Μόδεστον χωρὶς νὰ ὑπολογίσῃ τὴν ζωήν του, ἵνα κρατήσῃ τὴν ’Ορθοδοξίαν;
Λέγουν λοιπὸν οἱ ἁπλοῖ ἄνθρωποι: «Δὲν θὰ ἔπρεπε ὁ Μακαριώτατος νὰ στηλιτεύσῃ δημοσίως καὶ ἐπωνύμως τὴν φαυλότητα τῶν πολιτικῶν ἀνδρῶν; Πῶς αὐτοί (οἱ πολιτικοί) καραδοκοῦν νὰ διαπράξῃ κάποιο ὀλίσθημα, εἷς κληρικός, καὶ ἀστραπιαίως ἐπὶ μῆνας ἀσχολοῦνται διὰ νὰ διασύρουν εἰς τὸ πρόσωπόν του, ὅλον τῆς Εκκλησίας τὸν θεσμόν, καὶ νὰ τὸν ἀπαξιώσουν εἰς τὰ ὄμματα τοῦ λαοῦ;
Δὲν θὰ ἔπρεπε κάποιος σημαίνων, ὡς Ὑμεῖς Μακαριώτατε, νὰ τοὺς εἴπῃ: «’Εὰν ἔχητε φιλότιμον πρέπει νὰ ἀποσυρθῆτε ὅλοι οἱ Πολιτικοί, νὰ ἔρθουν ἄλλοι διὰ νὰ ἀνορθώσουν τὴν χώραν.»
Δύναται ὁ καταχραστὴς καὶ ὁ κατεδαφίζων νὰ ἔχῃ τὸ θράσος νὰ λέγῃ ὅτι θὰ οἰκοδομήσῃ ὁ ἴδιος ὅ,τι ἐσκεμμένως καὶ κακοβούλως κατέστρεψε;
Εἶναι ἄξιον ἰδιαιτέρας προσοχῆς, ὅτι πλησιάζουν τὴν ‘Υμετέραν Μακαριότητα, ὡς ὁ ὄφις ἐπλησίασε τὴν Εὔαν, διὰ νὰ μὴν συγκρουσθοῦν μὲ τὴν ’Εκκλησίαν, ὡς συνέβη δὶς εἰς τὸ πρόσφατον παρελθόν, ἐξ οὗ γεγονότος ἀπώλεσαν τὴν ’Εξουσίαν. Μόλις ὅμως τοὺς δοθῆ ἡ εὐκαιρία, θὰ κτυπήσουν κατακέφαλα τὴν ’Εκκλησίαν. Δύναται ὁ οἱοσδήποτε σώφρων πολίτης νὰ τοὺς ἔχῃ πλέον ἐμπιστοσύνην;
Εἶναι παρήγορον ὅτι οἱ υἱοὶ τοῦ αἰῶνος τούτου εἰσὶν φρονιμώτεροι τῶν υἱῶν τοῦ φωτός» (πρβλ. τὸ ἀξιέπαινον θάρρος τοῦ Μίκη Θεοδωράκη).
Δὲν εἶναι ὀλίγοι αὐτοὶ ποὺ ἐπισημαίνουν ὅτι οἱ χριστιανοί, καὶ δὴ οἱ κληρικοί, ἀντικατέστησαν τὴν ὁμολογίαν τῶν μαρτύρων καὶ τῶν ἁγίων μὲ τὴν διπλωματίαν καὶ ἐγένοντο οὐραγοὶ τῶν πολιτικῶν, χωρὶς πνεῦμα θυσίας. Διὰ τὸν λόγον τοῦτον προχωροῦν οἱ κακοὶ ἀδιστάκτως πρὸς τὸ βάραθρον τοῦ ὀλέθρου.
Εἶναι λανθασμένη ἡ ἄποψις καὶ τὸ φρόνημα, ὅτι ὁ κληρικὸς δὲν ἔχει πολιτικὸν λόγον. ‘Ο κληρικὸς δὲν ἔχει κομματικὸν λόγον. Δύναται ὅμως νὰ στηλιτεύσῃ τὸ κακόν, ὁθενδήποτε καὶ ἂν προέρχεται.
‘Ο κληρικὸς δὲν δύναται νὰ περιβληθῆ πολιτικὴν ἐξουσίαν, διότι ἡ ἐξουσία αὕτη ἔχει τὴν βίαν, ἥτις ἐστὶν ἀντίθετος τῆς ἐλευθερίας καὶ τῆς πειθοῦς, ἣν χρησιμοποιεῖ ὁ χριστιανός, καὶ δὴ ὁ κληρικός, διὰ νὰ ποιήσῃ ἀποδεκτὸν τὸν εὐαγγελικὸν λόγον.
Ταῦτα εὐλαβῶς, κατόπιν πολλῆς προσευχῆς καὶ μακροχρονίου μελέτης, ἔκρινον φρόνιμον καὶ λυσιτελὲς νὰ γράψω πρὸς τὴν ῾Υμετέραν γερασμίαν Μακαριότητα, διὰ τὰ καθ’ ῾Υμᾶς.
Αἰτῶν συγγνώμην ἐὰν ὁ τρόπος ἢ τὸ ὗφος τῆς ἐπιστολῆς μου δὲν εἶναι ὁ ἁρμόζων, -καίτοι προσεπάθησα νὰ μὴν θεωρηθῶ αὐθάδης-.
’Εξαιτοῦμαι τὰς ῾Υμετέρας Τιμίας ’Αρχιερατικὰς εὐχὰς καὶ ἀσπάζομαι τὴν ῾Υμετέραν Χαριτόβρυτον Δεξιάν.
‛Ο Γέρων τοῦ Κελλίου
‛Ιερομόναχος Δαμασκηνὸς